αναμυζώ

αναμυζώ
(-άω)
απομυζώ, ρουφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + μυζώ «ρουφώ».
ΠΑΡ. αναμύζηση, αναμυζητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναμυζητικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναμύζηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • αναμύζηση — η η εκ νέου μύζηση, απομύζηση, αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”